φανοκόρος

φανοκόρος
ο, Ν
1. (παλαιότερα) υπάλληλος που φρόντιζε για την λειτουργία και την διατήρηση σε καλή κατάσταση τών φανών με τους οποίους φωτιζόταν η πόλη
2. ναυτ. ναύτης επιφορτισμένος με τον καθαρισμό και την τήρηση σε κατάσταση ετοιμότητας τών φανών και λυχνιών τού πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω-κόρος. Η λ. φανοκόροι μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φανοκόρος — ο αυτός που φροντίζει για την καλή κατάσταση των φανών, που ανάβει τα φανάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανανάπτης — ο, Ν αυτός που ανάβει φανούς, φανοκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) + ανάβω, κατά τα δραστικά ονόματα σε της (πρβλ. καντηλ ανάπτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ἄστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”